συγκραιφνής

συγκραιφνής
-ές, Μ
1. πιθ. αναμεμιγμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγκραιφνές
καθετί που προκύπτει από τον συνδυασμό επιμέρους τμημάτων, το αποτέλεσμα συνδυασμού επιμέρους στοιχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *συγκεραιοφανής (πρβλ. ακραιφνής < *ακεραιοφανής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”